-
1 κτίζω
Aἔκτῐσα Od.11.263
, etc.; poet.ἔκτισσα Pi.P.1.62
, A.Pers. 289 (lyr.),κτίσσα Il.20.216
,κτίσα Pi.P.5.89
: [tense] pf.ἔκτῐκα Lyr.Alex.Adesp.1.8
, D.S.7.5, 15.13:— [voice] Med., poet.[tense] aor.ἐκτίσσατο Pi.O.10(11).25
, Fr.1.4 ( ἐκτής- codd.):— [voice] Pass., [tense] fut.κτισθήσομαι Str.Chr.5.38
, D.H.1.56: [tense] aor.ἐκτίσθην Th.1.12
, etc.: [tense] pf.ἔκτισμαι Hdt.4.46
, Hp.Art.45, E.Fr.360.9:— people a country, build houses and cities in it, κτίσσε δὲ Δαρδανίην Il.l.c.; κ. χώρην, νῆσον, Hdt.1.149, 3.49.2 of a city, found, build, Θήβης ἕδος ἔκτισαν Od.l.c., cf. Hdt.1.167, 168, Th.6.4, PCair.Zen. 169 (iii B.C.); :—[voice] Pass., to be founded, Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν founded by emigrants from Colophon, Hdt.1.16, cf.7.153, 8.62; μήτε ἄστεα μήτε τείχεα ἐκτισμένα no fixed cities or walls, Id.4.46; -ομένη πόλις Phld.Rh.2.155
S.3 κ. ἄλσος plant a grove, Pi.P.5.89; βωμόν set up an altar, Id.O.7.42; ἑορτάν, ἀγῶνα, found, establish it, ib.6.69, 10(11).25 ([voice] Med.); τὸν Κύρνον.. κτίσαι, ἥρων ἐόντα establish his worship, Hdt.1.167;δαῖτάς τινι A.Ch. 484
([voice] Pass.);τάφον τινί S.Ant. 1101
;αἵρεσιν Phld.Rh.1.77
S.;σύνοδον IG22.1343.12
(i B.C.).4 produce, create, bring into being, (lyr.); bring about, τελευτήν ib. 140 (lyr.), cf. Ch. 441 (lyr.); ὁ τὴν φιλίην ἐκτικώς Lyr.Alex.Adesp. l.c.; of painters, δένδρεα.. καὶ ἀνέρας ἠδὲ γυναῖκας Emp.l.c.; ἵπποισι τὸν χαλινὸν κτίσας having invented it, S.OC 715 (lyr.).5 make so and so,ἐλεύθερον κ. τινά A.Ch. 1060
;ἔνθεον κτίσας φρένα Id.Eu.17
, cf. 714;ποτανὰν εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι E. Supp. 620
(lyr.), cf. A.Pers. 289 (lyr.).
См. также в других словарях:
κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek